κατασβεστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασβεστήρας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κατασβεστήρ (αντικείμενο για το σβήσιμο των κεριών)[1] < αρχαία ελληνική κατασβέννυμι (κατασβήνω) κατα-σβεσ- + -τήρ > -τήρας (απόδοση για τη γαλλική extincteur)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.zveˈsti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐σβε‐στή‐ρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατασβεστήρας αρσενικό
- συσκευή για κατάσβεση, συνώνυμο του πυροσβεστήρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασβεστήρας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «κατάσβεση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κατασβεστήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας