κατασβέννυμι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασβέννυμι < κατά + σβέννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)gʷes- (σβήνω, εξαλείφω)
Ρήμα επεξεργασία
κατασβέννυμι
Συγγενικά επεξεργασία
- ((ελληνιστική κοινή)) κατάσβεσις
- → δείτε τις λέξεις κατά και σβέννυμι