κατασβήνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασβήνω < αρχαία ελληνική κατασβέννυμι < κατά + σβέννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)gʷes- (σβήνω, εξαλείφω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈzvi.no/
Ρήμα
επεξεργασίακατασβήνω (παθητική φωνή: κατασβήνομαι· οριστική αορίστου: & κατέσβεσα· απαρέμφατο αορίστου: & κατασβέσει)
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατάσβεστος
- ακατάσβηστος
- κατάσβεση
- κατασβεστήρας
- κατασβεστικός
- κατασβησμένος
- → δείτε τις λέξεις κατά και σβήνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασβήνω | κατέσβηνα | θα κατασβήνω | να κατασβήνω | κατασβήνοντας | |
β' ενικ. | κατασβήνεις | κατέσβηνες | θα κατασβήνεις | να κατασβήνεις | κατάσβηνε | |
γ' ενικ. | κατασβήνει | κατέσβηνε | θα κατασβήνει | να κατασβήνει | ||
α' πληθ. | κατασβήνουμε | κατασβήναμε | θα κατασβήνουμε | να κατασβήνουμε | ||
β' πληθ. | κατασβήνετε | κατασβήνατε | θα κατασβήνετε | να κατασβήνετε | κατασβήνετε | |
γ' πληθ. | κατασβήνουν(ε) | κατέσβηναν κατασβήναν(ε) |
θα κατασβήνουν(ε) | να κατασβήνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέσβησα | θα κατασβήσω | να κατασβήσω | κατασβήσει | ||
β' ενικ. | κατέσβησες | θα κατασβήσεις | να κατασβήσεις | κατάσβησε | ||
γ' ενικ. | κατέσβησε | θα κατασβήσει | να κατασβήσει | |||
α' πληθ. | κατασβήσαμε | θα κατασβήσουμε | να κατασβήσουμε | |||
β' πληθ. | κατασβήσατε | θα κατασβήσετε | να κατασβήσετε | κατασβήστε | ||
γ' πληθ. | κατέσβησαν κατασβήσαν(ε) |
θα κατασβήσουν(ε) | να κατασβήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασβήσει | είχα κατασβήσει | θα έχω κατασβήσει | να έχω κατασβήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασβήσει | είχες κατασβήσει | θα έχεις κατασβήσει | να έχεις κατασβήσει | έχε κατασβησμένο | |
γ' ενικ. | έχει κατασβήσει | είχε κατασβήσει | θα έχει κατασβήσει | να έχει κατασβήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασβήσει | είχαμε κατασβήσει | θα έχουμε κατασβήσει | να έχουμε κατασβήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασβήσει | είχατε κατασβήσει | θα έχετε κατασβήσει | να έχετε κατασβήσει | έχετε κατασβησμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κατασβήσει | είχαν κατασβήσει | θα έχουν κατασβήσει | να έχουν κατασβήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατασβησμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατασβησμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατασβησμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατασβησμένο |