κατασβήνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατασβήνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κατασβήνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασβήνομαι | κατασβηνόμουν(α) | θα κατασβήνομαι | να κατασβήνομαι | ||
β' ενικ. | κατασβήνεσαι | κατασβηνόσουν(α) | θα κατασβήνεσαι | να κατασβήνεσαι | (κατασβήνου) | |
γ' ενικ. | κατασβήνεται | κατασβηνόταν(ε) | θα κατασβήνεται | να κατασβήνεται | ||
α' πληθ. | κατασβηνόμαστε | κατασβηνόμαστε κατασβηνόμασταν |
θα κατασβηνόμαστε | να κατασβηνόμαστε | ||
β' πληθ. | κατασβήνεστε | κατασβηνόσαστε κατασβηνόσασταν |
θα κατασβήνεστε | να κατασβήνεστε | (κατασβήνεστε) | |
γ' πληθ. | κατασβήνονται | κατασβήνονταν κατασβηνόντουσαν |
θα κατασβήνονται | να κατασβήνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασβήστηκα | θα κατασβηστώ | να κατασβηστώ | κατασβηστεί | ||
β' ενικ. | κατασβήστηκες | θα κατασβηστείς | να κατασβηστείς | κατασβήσου | ||
γ' ενικ. | κατασβήστηκε | θα κατασβηστεί | να κατασβηστεί | |||
α' πληθ. | κατασβηστήκαμε | θα κατασβηστούμε | να κατασβηστούμε | |||
β' πληθ. | κατασβηστήκατε | θα κατασβηστείτε | να κατασβηστείτε | κατασβηστείτε | ||
γ' πληθ. | κατασβήστηκαν κατασβηστήκαν(ε) |
θα κατασβηστούν(ε) | να κατασβηστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατασβηστεί | είχα κατασβηστεί | θα έχω κατασβηστεί | να έχω κατασβηστεί | κατασβησμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατασβηστεί | είχες κατασβηστεί | θα έχεις κατασβηστεί | να έχεις κατασβηστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατασβηστεί | είχε κατασβηστεί | θα έχει κατασβηστεί | να έχει κατασβηστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασβηστεί | είχαμε κατασβηστεί | θα έχουμε κατασβηστεί | να έχουμε κατασβηστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατασβηστεί | είχατε κατασβηστεί | θα έχετε κατασβηστεί | να έχετε κατασβηστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασβηστεί | είχαν κατασβηστεί | θα έχουν κατασβηστεί | να έχουν κατασβηστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασβήνομαι
|