Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάσβεση οι κατασβέσεις
      γενική της κατάσβεσης* των κατασβέσεων
    αιτιατική την κατάσβεση τις κατασβέσεις
     κλητική κατάσβεση κατασβέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασβέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάσβεση < (ελληνιστική κοινήκατάσβεσις < αρχαία ελληνική κατασβέννυμι < κατά + σβέννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)gʷes- (σβήνω, εξαλείφω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈta.zve.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάσβεση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του κατασβήνω
  2. (μεταφορικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του κατασβήνω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία