ενικός         πληθυντικός  
élimination éliminations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

élimination (fr) θηλυκό

  1. η έκκριση
  2. η αφαίρεση, η εξάλειψη
  3. (μεταφορικά) ο αποκλεισμός
  4. (μεταφορικά) η θανάτωση