élimination
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
élimination | éliminations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαélimination (fr) θηλυκό
- η έκκριση
- η αφαίρεση, η εξάλειψη
- (μεταφορικά) ο αποκλεισμός
- (μεταφορικά) η θανάτωση
ενικός | πληθυντικός |
élimination | éliminations |
élimination (fr) θηλυκό