κατάσβεσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάσβεσῐς | αἱ | κατασβέσεις | ||||
γενική | τῆς | κατασβέσεως | τῶν | κατασβέσεων | ||||
δοτική | τῇ | κατασβέσει | ταῖς | κατασβέσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κατάσβεσῐν | τὰς | κατασβέσεις | ||||
κλητική ὦ! | κατάσβεσῐ | κατασβέσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατασβέσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κατασβεσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάσβεσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατασβέννυμι, κατα-σβε + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάσβεσις, -εως θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- κατάσβεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.