extinguish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | extinguish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | extinguishes |
αόριστος | extinguished |
παθητική μετοχή | extinguished |
ενεργητική μετοχή | extinguishing |
Ρήμα
επεξεργασίαextinguish (en)
- σβήνω φωτιά
- ⮡ The fire was extinguished thanks to the timely notification and arrival of the fire department.
- Η φωτιά σβήστηκε χάρη στην έγκαιρη ειδοποίηση και άφιξη της πυροσβεστικής.
- ⮡ The fire was extinguished thanks to the timely notification and arrival of the fire department.
- καταστρέφω, εξαφανίζω, εξολοθρεύω
- κάνω κάτι να σκοτεινιάσει ή να μη φαίνεται