ενεστώτας extinguish
γ΄ ενικό ενεστώτα extinguishes
αόριστος extinguished
παθητική μετοχή extinguished
ενεργητική μετοχή extinguishing

extinguish (en)

  1. σβήνω φωτιά
    ⮡  The fire was extinguished thanks to the timely notification and arrival of the fire department.
    Η φωτιά σβήστηκε χάρη στην έγκαιρη ειδοποίηση και άφιξη της πυροσβεστικής.
  2. καταστρέφω, εξαφανίζω, εξολοθρεύω
  3. κάνω κάτι να σκοτεινιάσει ή να μη φαίνεται

Συγγενικά

επεξεργασία