Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασβεστικός η κατασβεστική το κατασβεστικό
      γενική του κατασβεστικού της κατασβεστικής του κατασβεστικού
    αιτιατική τον κατασβεστικό την κατασβεστική το κατασβεστικό
     κλητική κατασβεστικέ κατασβεστική κατασβεστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασβεστικοί οι κατασβεστικές τα κατασβεστικά
      γενική των κατασβεστικών των κατασβεστικών των κατασβεστικών
    αιτιατική τους κατασβεστικούς τις κατασβεστικές τα κατασβεστικά
     κλητική κατασβεστικοί κατασβεστικές κατασβεστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασβεστικός < κατάσβεσ(ις) > κατάσβεσ(η) + -τικός, ήδη το 1887 [1] [2] Δείτε και το μεσαιωνικό κατασβεστικός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.zve.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐σβε‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

κατασβεστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 529, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. s.v. «κατάσβεση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία