λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατασβεστήρ οἱ κατασβεστῆρες
      γενική τοῦ κατασβεστῆρος τῶν κατασβεστήρων
      δοτική τῷ κατασβεστῆρι τοῖς κατασβεστῆρσι(ν)
    αιτιατική τὸν κατασβεστῆρα τοὺς κατασβεστῆρας
     κλητική ! κατασβεστήρ κατασβεστῆρες
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Tο χωνί ενός «κατασβεστήρα» κεριών (στη φωτογραφία, του 19ου αιώνα)
 
Σύγχρονος «κατασβεστήρ» κεριών με λαβή.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασβεστήρ < αρχαία ελληνική κατασβέννυμι, κατα-σβεσ- + -τήρ
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: καθαρεύουσα, κατασβεστήρ (για πυρκαγιές) νέα ελληνικά: κατασβεστήρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατασβεστήρ, -ῆρος αρσενικό

 
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.


)]]

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σβήνω