κατασβεστήρ
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατασβεστήρ < αρχαία ελληνική κατασβέννυμι, κατα-σβεσ- + -τήρ
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ καθαρεύουσα, κατασβεστήρ (για πυρκαγιές) ⇘ νέα ελληνικά: κατασβεστήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατασβεστήρ, -ῆρος αρσενικό
- (συσκευή) αντικείμενο για το σβήσιμο των κεριών (κηροσβέστης) [[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
)]]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σβήνω
Πηγές
επεξεργασία- κατασβεστήρ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)