κηροσβέστης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κηροσβέστης < κηρός + -ο- + -σβέστης (< αρχαία ελληνική σβέννυμι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κηροσβέστης αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κηροσβέστης
κηροσβέστης αρσενικό