éteignoir
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- éteignoir < éteindre
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éteignoir | éteignoirs |
éteignoir (fr) αρσενικό
- μεταλλικό δοχείο, συνήθως γεμάτο άμμο, μέσα στο οποίο σβήνουν τα κεριά και τις λαμπάδες
- η χαλάστρα, που χαλάει το κέφι