κέφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κέφι | τα | κέφια |
γενική | του | κεφιού | των | κεφιών |
αιτιατική | το | κέφι | τα | κέφια |
κλητική | κέφι | κέφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κέφι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كیف (keyf, κατάσταση, διάθεση) (τουρκική keyf) < αραβική كيف (kayf)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈce.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέ‐φι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέφι ουδέτερο
- η χαρούμενη και εύθυμη διάθεση
- η όρεξη, η καλή διάθεση για να κάνει κάποιος μια εργασία
- ※ —Ζορμπά [...] Θα τρώμε και θα πίνουμε μαζί. Κι ύστερα θα παίζεις σαντούρι.
—Αν έχω κέφι, ακούς; Αν έχω κέφι. Να σου δουλεύω όσο θες σκλάβος σου! Μα το σαντούρι είναι άλλο πράμα. Είναι θεριό, θέλει λευτεριά. Αν έχω κέφι, θα παίζω· θα τραγουδώ κιόλα. Και θα χορεύω....- Νίκος Καζαντζάκης (1946). Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά [μυθιστόρημα]
- ※ —Ζορμπά [...] Θα τρώμε και θα πίνουμε μαζί. Κι ύστερα θα παίζεις σαντούρι.
Εκφράσεις
επεξεργασία- είμαι στα κέφια μου: είμαι ευδιάθετος
- ※ Ο Νικήτας προσπάθησε ν' αστειευτεί, μα δεν ήταν στα κέφια του και το παραδέχτηκε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- κάνω κέφι: ευθυμώ, διασκεδάζω
- ※ Πες τίποτ' άλλο, να κάνουμε κέφι. (Νίκος Καββαδίας (1954). Βάρδια [πεζό])
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κέφι
|