ευθυμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευθυμώ < αρχαία ελληνική εὐθυμέω / εὐθυμῶ < εὔθυμος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαευθυμώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευθυμώ | ευθυμούσα | θα ευθυμώ | να ευθυμώ | ευθυμώντας | |
β' ενικ. | ευθυμείς | ευθυμούσες | θα ευθυμείς | να ευθυμείς | (ευθύμει) | |
γ' ενικ. | ευθυμεί | ευθυμούσε | θα ευθυμεί | να ευθυμεί | ||
α' πληθ. | ευθυμούμε | ευθυμούσαμε | θα ευθυμούμε | να ευθυμούμε | ||
β' πληθ. | ευθυμείτε | ευθυμούσατε | θα ευθυμείτε | να ευθυμείτε | ευθυμείτε | |
γ' πληθ. | ευθυμούν(ε) | ευθυμούσαν(ε) | θα ευθυμούν(ε) | να ευθυμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευθύμησα | θα ευθυμήσω | να ευθυμήσω | ευθυμήσει | ||
β' ενικ. | ευθύμησες | θα ευθυμήσεις | να ευθυμήσεις | ευθύμησε | ||
γ' ενικ. | ευθύμησε | θα ευθυμήσει | να ευθυμήσει | |||
α' πληθ. | ευθυμήσαμε | θα ευθυμήσουμε | να ευθυμήσουμε | |||
β' πληθ. | ευθυμήσατε | θα ευθυμήσετε | να ευθυμήσετε | ευθυμήστε | ||
γ' πληθ. | ευθύμησαν ευθυμήσαν(ε) |
θα ευθυμήσουν(ε) | να ευθυμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευθυμήσει | είχα ευθυμήσει | θα έχω ευθυμήσει | να έχω ευθυμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευθυμήσει | είχες ευθυμήσει | θα έχεις ευθυμήσει | να έχεις ευθυμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευθυμήσει | είχε ευθυμήσει | θα έχει ευθυμήσει | να έχει ευθυμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευθυμήσει | είχαμε ευθυμήσει | θα έχουμε ευθυμήσει | να έχουμε ευθυμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευθυμήσει | είχατε ευθυμήσει | θα έχετε ευθυμήσει | να έχετε ευθυμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευθυμήσει | είχαν ευθυμήσει | θα έχουν ευθυμήσει | να έχουν ευθυμήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευθυμώ
|