Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐθυμέω < εὔθυμος + -έω

  Ρήμα επεξεργασία

εὐθυμέω

  1. (αμετάβατο) ευθυμώ, είμαι εύθυμος
  2. (μεταβατικό) τέρπω

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία