τσακίρ κέφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσακίρ κέφι → δείτε τις λέξεις τσακίρ και κέφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çakırkeyif[1] ή (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چاقر كیف (çakır keyf, σε κατάσταση μέθης) < αραβική سَاكِر (sākir, μεθυσμένος) & αραβική كَيْف (kayf, κατάσταση).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡saˈciɾ ˈcefi/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίατσακίρ κέφι ουδέτερο άκλιτο
- (οικείο) σε κατάσταση ελαφράς μέθης, και μεγάλου κεφιού
- έρχομαι στο τσακίρ κέφι
- είμαι στα τσακίρ κέφια
Σημειώσεις
επεξεργασία- μάλλον δεν έχει ετυμολογική σχέση με τα τσακίρης, τσακίρικος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τσακίρ κέφι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας