Δείτε επίσης: Τσακίρης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσακίρης οι τσακίρηδες
      γενική του τσακίρη των τσακίρηδων
    αιτιατική τον τσακίρη τους τσακίρηδες
     κλητική τσακίρη τσακίρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσακίρης < τουρκική çakır + -ης < οθωμανική τουρκική چاقر (çakır) < πρωτοτουρκική *čakïr (που έχει χρώμα ανοιχτό γκρι ή γκρι προς το γαλανό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡saˈci.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐κί‐ρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσακίρης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία