Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.niˈxto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νοι‐χτό
παρώνυμα: αλυχτώ, ανοικτό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ανοιχτό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ανοιχτός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ανοιχτός