Δείτε επίσης: σκοῦρο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsku.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκού‐ρο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

σκούρο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του σκούρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σκούρος

Δείτε επίσης

επεξεργασία