↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσακίρικος η τσακίρικη το τσακίρικο
      γενική του τσακίρικου της τσακίρικης του τσακίρικου
    αιτιατική τον τσακίρικο την τσακίρικη το τσακίρικο
     κλητική τσακίρικε τσακίρικη τσακίρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσακίρικοι οι τσακίρικες τα τσακίρικα
      γενική των τσακίρικων των τσακίρικων των τσακίρικων
    αιτιατική τους τσακίρικους τις τσακίρικες τα τσακίρικα
     κλητική τσακίρικοι τσακίρικες τσακίρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσακίρικος < τσακίρης + -ικος < τουρκική çakır < οθωμανική τουρκική چاقر (çakır) < πρωτοτουρκική *čakïr (που έχει χρώμα ανοιχτό γκρι ή γκρι προς το γαλανό

  Επίθετο

επεξεργασία

τσακίρικος, -η, -ο

  1. (λαϊκότροπο, παρωχημένο) που έχει σχέση με τσακίρη / γαλανομάτη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
     συνώνυμα: γαλανομάτικος
  2. (λαϊκότροπο) γοητευτικός, σαγηνευτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία