τσακίρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσακίρικος < τσακίρης + -ικος < τουρκική çakır < οθωμανική τουρκική چاقر (çakır) < πρωτοτουρκική *čakïr (που έχει χρώμα ανοιχτό γκρι ή γκρι προς το γαλανό
Επίθετο
επεξεργασίατσακίρικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) που έχει σχέση με τσακίρη / γαλανομάτη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (λαϊκότροπο) γοητευτικός, σαγηνευτικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τσακίρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσακίρικος
|