γαλανομάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλανομάτικος < γαλανομάτης + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣa.la.noˈma.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐νο‐μά‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαγαλανομάτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με γαλανομάτη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις γαλανομάτης, γαλανός και μάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαλανομάτικος
|
Πηγές
επεξεργασία- γαλανομάτικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)