Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλανομάτης < γαλανο- + -μάτης (μάτι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣa.la.noˈma.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐λα‐νο‐μά‐της

  Επίθετο επεξεργασία

γαλανομάτης, -α, -ικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία