↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλανομάτης η γαλανομάτα το γαλανομάτικο
      γενική του γαλανομάτη της γαλανομάτας του γαλανομάτικου
    αιτιατική τον γαλανομάτη τη γαλανομάτα το γαλανομάτικο
     κλητική γαλανομάτη γαλανομάτα γαλανομάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλανομάτηδες οι γαλανομάτες τα γαλανομάτικα
      γενική των γαλανομάτηδων των γαλανομάτικων
    αιτιατική τους γαλανομάτηδες τις γαλανομάτες τα γαλανομάτικα
     κλητική γαλανομάτηδες γαλανομάτες γαλανομάτικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλανομάτης < γαλανο- + -μάτης (μάτι) (κτητικό σύνθετο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣa.la.noˈma.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐λα‐νο‐μά‐της

  Επίθετο

επεξεργασία

γαλανομάτης, -α, -ικο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία