γαλάζιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαλάζιος | η | γαλάζια | το | γαλάζιο |
γενική | του | γαλάζιου | της | γαλάζιας | του | γαλάζιου |
αιτιατική | τον | γαλάζιο | τη | γαλάζια | το | γαλάζιο |
κλητική | γαλάζιε | γαλάζια | γαλάζιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαλάζιοι | οι | γαλάζιες | τα | γαλάζια |
γενική | των | γαλάζιων | των | γαλάζιων | των | γαλάζιων |
αιτιατική | τους | γαλάζιους | τις | γαλάζιες | τα | γαλάζια |
κλητική | γαλάζιοι | γαλάζιες | γαλάζια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαλάζιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαλάζιος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κάλαϊς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣaˈla.zʝos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λά‐ζιος
Επίθετο
επεξεργασίαγαλάζιος, -α, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γαλανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαλάζιος
Πηγές
επεξεργασία- γαλάζιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].