↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
καλαϊδ-
ονομαστική κάλαϊς αἱ καλάϊδες
      γενική τῆς καλάϊδος τῶν καλαΐδων
      δοτική τῇ καλάϊδ ταῖς καλάϊσ(ν)
    αιτιατική τὴν κάλαϊν τὰς καλάϊδᾰς
     κλητική ! κάλαϊ καλάϊδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλάϊδε
γεν-δοτ τοῖν  καλαΐδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάλαϊς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάλαϊς θηλυκό

  1. (ορυκτολογία) πολύτιμος λίθος με τιρκουάζ χρώμα, χρυσόλιθος
  2. (πτηνό) κόκορας
     συνώνυμα: ἀλέκτωρ, ἀλεκτρυών, κόττος, πετεινός
  3. ιστίο
     συνώνυμα: ἱστίον

Άλλες γραφές

επεξεργασία