κάλαϊς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάλαϊς < ελληνιστική κοινή κάλαϊς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάλαϊς θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κάλαϊς
|
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | κάλαϊς | καλάϊδε | καλάϊδες |
Γενική | καλάϊδος | καλαΐδοιν | καλαΐδων |
Δοτική | καλάϊδι | καλαΐδοιν | καλάϊσι(ν) |
Αιτιατική | καλάϊδα | καλάϊδε | καλάϊδας |
Κλητική | κάλαϊς | καλάϊδε | καλάϊδες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάλαϊς < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάλαϊς θηλυκό