κάλλαϊς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κάλλαϊς | αἱ | καλλάϊδες |
γενική | τῆς | καλλάϊδος | τῶν | καλλαΐδων |
δοτική | τῇ | καλλάϊδῐ | ταῖς | καλλάϊσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κάλλαϊν | τὰς | καλλάϊδᾰς |
κλητική ὦ! | κάλλαϊ | καλλάϊδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλλάϊδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλλαΐδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάλλαϊς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάλλαϊς θηλυκό