χρυσόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρυσόλιθος | οι | χρυσόλιθοι |
γενική | του | χρυσόλιθου & χρυσολίθου |
των | χρυσόλιθων & χρυσολίθων |
αιτιατική | τον | χρυσόλιθο | τους | χρυσόλιθους & χρυσολίθους |
κλητική | χρυσόλιθε | χρυσόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρυσόλιθος < ελληνιστική κοινή χρυσόλιθος < αρχαία ελληνική χρυσός + λίθος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική chrysolithe[1] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική chrysolite[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσόλιθος αρσενικό
- (ορυκτολογία) ημιδιάφανο έως διαφανές ορυκτό που ανήκει στην ομάδα των ορυκτών του ολιβίνη (και συγκεκριμένα στην ποικιλία του περίδοτου) και εμφανίζει χρώματα από πράσινο έως κιτρινοπράσινο, λόγω της παρουσίας σιδήρου και μαγνησίου στη σύνθεσή του
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Περίδοτος στη Βικιπαίδεια
- Chrysolite στην αγγλική Βικιπαίδεια
- περίδοτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσόλιθος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 χρυσόλιθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)