↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίδοτο τα περίδοτα
      γενική του περίδοτου των περίδοτων
    αιτιατική το περίδοτο τα περίδοτα
     κλητική περίδοτο περίδοτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίδοτο < γαλλική péridot < μέση γαλλική perido / peridon
 
περίδοτο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίδοτο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία