• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

περίδοτο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίδοτο τα περίδοτα
      γενική του περίδοτου των περίδοτων
    αιτιατική το περίδοτο τα περίδοτα
     κλητική περίδοτο περίδοτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
περίδοτο < γαλλική péridot < μέση γαλλική perido / peridon
περίδοτο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίδοτο ουδέτερο

  • (ορυκτολογία) πολύτιμος λίθος που ανήκει στην ομάδα των ορυκτών του ολιβίνη, με χημική σύνθεση που περιλαμβάνει σίδηρο και μαγνήσιο με χρώμα που κυμαίνεται από ανοιχτό κιτρινοπράσινο έως βαθύ πράσινο, ανάλογα με την περιεκτικότητα σε σίδηρο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • περίδοτος

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • περίδοτο στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια
  • χρυσόλιθος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    περίδοτο
  • αγγλικά : peridot (en)
  • γαλλικά : péridot (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=περίδοτο&oldid=6918607"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Αυγούστου 2024, στις 14:41

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Αυγούστου 2024, στις 14:41.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας