χρυσός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρυσός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χρυσός < αρχαία ελληνική χρυσ(οῦς) + -ός < σημιτικής προέλευσης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾiˈsos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σός
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρυσός | ||
γενική | του | χρυσού | ||
αιτιατική | τον | χρυσό | ||
κλητική | χρυσέ | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χρυσός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 79 και χημικό σύμβολο το Au
- (μεταλλουργία) πολύτιμο μέταλλο, με κίτρινο χρώμα, που χρησιμοποιείται στη κατασκευή κοσμημάτων και στην αποταμίευση, το χρυσάφι
- (συνεκδοχικά) το χρήμα, ο πλούτος
- (μεταφορικά) κάθε τι πολύτιμο
- ⮡ η σιωπή είναι χρυσός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
χρυσ-
χρυσ-
Σύνθετα
επεξεργασία- χρυσο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρυσο- στο Βικιλεξικό
- -χρυσος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -χρυσος στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- χρυσός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ο χρυσός ουσιαστικό
|
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χρυσός | η | χρυσή | το | χρυσό |
γενική | του | χρυσού | της | χρυσής | του | χρυσού |
αιτιατική | τον | χρυσό | τη | χρυσή | το | χρυσό |
κλητική | χρυσέ | χρυσή | χρυσό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χρυσοί | οι | χρυσές | τα | χρυσά |
γενική | των | χρυσών | των | χρυσών | των | χρυσών |
αιτιατική | τους | χρυσούς | τις | χρυσές | τα | χρυσά |
κλητική | χρυσοί | χρυσές | χρυσά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
χρυσός
- (κυριολεκτικά) που είναι κατασκευασμένος από χρυσό
- χρυσό στέμμα, χρυσό νόμισμα
- που έχει το χρώμα του χρυσού, χρυσαφένιος
χρυσός (χρώμα):
- (μεταφορικά) καλός, ευγενικός
- χρυσός άνθρωπος, χρυσή καρδιά
- (μεταφορικά) πολύτιμος
- χρυσή ευκαιρία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρυσός επίθετο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χρυσός | οἱ | χρυσοί |
γενική | τοῦ | χρυσοῦ | τῶν | χρυσῶν |
δοτική | τῷ | χρυσῷ | τοῖς | χρυσοῖς |
αιτιατική | τὸν | χρυσόν | τοὺς | χρυσούς |
κλητική ὦ! | χρυσέ | χρυσοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρυσώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χρυσοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρυσός < σημιτικής προέλευσης . Δείτε και μυκηναϊκή 𐀓𐀬𐀰 (ku-ru-so)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσός αρσενικό
- (μεταλλουργία) χρυσός, μάλαμα, χρυσάφι
- (συνεκδοχικά) σκεύος ή αντικείμενο από χρυσάφι
- (μεταφορικά) ο αγαπημένος
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
χρυσ-
χρυσ-
- χρύσεος, χρύσειος, χρυσοῦς
- Χρύσης
- Χρυσηίς
- χρυσεῖον
- χρυσίον
- χρυσίδιον
- χρυσίς
- χρυσῖτις
- χρυσότερος
- χρυσόω
- χρύσωμα
Σύνθετα
επεξεργασία- χρυσεο-, χρυσ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα χρυσο- στο Βικιλεξικό
- -χρυσος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -χρυσος στο Βικιλεξικό
- και δείτε πάνω από 350 Λέξεις με -χρυσ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
όπως
- χρυσαμοιβός
- χρυσάμπυξ-υκος
- χρυσανταυγής
- χρυσάορος
- χρυσάωρ
- χρυσάρματος
- χρύσασπις
- χρυσαυγής
- χρυσεοβόστρυχος
- χρυσεόδμητος
- χρυσεόκυκλος
- χρυσεόμαλλος
- χρυσεοπήνητος
- χρυσεόπλοκος
- χρυσεοσάνδαλος
- χρυσεόστολμος
- χρυσεόστολος
- χρυσηλάκατος
- χρυσήλατος
- χρυσήνιος
- χρυσήρης
- χρυσόβωλος
- χρυσόγονος
- χρυσοδαίδαλτος
- χρυσόδετος
- χρυσοειδής
- χρυζόζυγος
- χρυσόθρονος
- χρυσοκάρηνος
- χρυσόκερως
- χρυσοκόλλητος και χρυσόκολλος
- χρυσοκόμης και δωρικός τύπος χρυσοκόμας και χρυσόκομος
- χρυσόλογχος
- χρυσόχειρ
- χρυσόλοφος
- χρυσολύρης και δωρικός τύπος χρυσολύρας
- χρυσόμαλλος
- χρυσομηλολόνθιον
- χρυσομίτρης και δωρικός τύπος χρυσομίτρας
- χρυσόπαστος
- χρυσόπαχυς
- χρυσοπέδιλος
- χρυσόπεπλος
- χρυσοπήληξ
- χρυσοποιός και χρυσουργός και χρυσοχόος, χρυσοχοεῖον, χρυσοχοέω
- χρυσόπτερος
- χρυσόρραπις
- χρυσορρόης και χρυσορόης και δωρικός τύπος χρυσορόας
- χρυσοστέφανος
- χρυσόστροφος
- χρυσότευκτος
- χρυσοτευχής
- χρυσότοξος
- χρυσότυπος
- χρυσοφαής, χρυσοφεγγής
- χρυσοφόρος, χρυσοφορέω
- χρυσοχαίτης
- χρυσοχάλινος
- χρυσωνέω
- χρυσωπός, χρυσῶπις-ιδος και χρυσώψ
- χρυσόφρυς (ψάρι)
Πηγές
επεξεργασία- χρυσός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρυσός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.