↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / χρυσάωρ οἱ/αἱ χρυσάορες
      γενική τοῦ/τῆς χρυσάορος τῶν χρυσαόρων
      δοτική τῷ/τῇ χρυσάορ τοῖς/ταῖς χρυσάορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν χρυσάορ τοὺς/τὰς χρυσάορᾰς
     κλητική ! χρυσάορ χρυσάορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρυσάορε
γεν-δοτ τοῖν  χρυσαόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσάωρ < χρυσάορος ... -ωρ χρυσ- + ἄορ θέμα ... + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρυσάωρ, -ορος αρσενικό ή θηλυκό