↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄορ τὰ ἄορ
      γενική τοῦ ἄορος τῶν ἀόρων
      δοτική τῷ ἄορ τοῖς ἄορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄορ τὰ ἄορ
     κλητική ! ἄορ ἄορ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄορε
γεν-δοτ τοῖν  ἀόροιν
Και αιτιατική πληθυντικού, αρσενικό «τοὺς ἄορας».
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄορ' όπως «ἄορ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄορ < ἀείρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄορ ουδέτερο

  1. (οπλισμός) ξίφος (περασμένο σε ζώνη)
  2. (κατ’ επέκταση) όπλο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία