-ωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- -ωρ: σε λέξεις από την αρχαία ελληνική -ωρ ή τη μεσαιωνική ελληνική ή την (καθαρεύουσα)
Επίθημα
επεξεργασία
-ωρ, -ορος αρσενικό
- (απαρχαιωμένο) η αρχαίοπρεπής κατάληξη για το νεοελληνικό -ορας σε αναφορά ιστορικών, αρχαίων, μεσαιωνικών όρων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- -τορας, -άτορας, -κράτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- -άτορας - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
- -ωρ < ελληνιστική κοινή -ωρ ή την αρχαία ελληνική
- για την απόδοση λατινικών όρων < (άμεσο δάνειο) λατινική -tor
Επίθημα
επεξεργασία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λέξεις που λήγουν σε %ωρ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- -ωρ < → λείπει η ετυμολογία
Επίθημα
επεξεργασία
-ωρ, -ορος σπανιότερα, ή/και -ωρος αρσενικό
- κατάληξη για το σχηματισμό επιθημάτων αρσενικών ή/και θηλυκών ουσιαστικών όπως
- κατάληξη δεύτερων συνθετικών, όπως
- (ελληνιστική σημασία) η μετάφραση λατινικών καταλήξεων σε -or
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ωρ στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ωρ @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- -ωρ < → λείπει η ετυμολογία