Δείτε επίσης: -ώρ, *ὦρ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ωρ: σε λέξεις από την αρχαία ελληνική -ωρ ή τη μεσαιωνική ελληνική ή την (καθαρεύουσα)

  Επίθημα επεξεργασία

-ωρ, -ορος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ωρ < ελληνιστική κοινή -ωρ ή την αρχαία ελληνική

  Επίθημα επεξεργασία

-ωρ ή -ορας αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

-ωρ < λείπει η ετυμολογία

  Επίθημα επεξεργασία

-ωρ, -ορος σπανιότερα, ή/και -ωρος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

-ωρ < λείπει η ετυμολογία

  Επίθημα επεξεργασία

-ωρ ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία