ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
παντοκρκρᾰτωρ-, παντοκρκρᾰτορ-
ονομαστική παντοκράτωρ οἱ παντοκράτορες
      γενική τοῦ παντοκράτορος τῶν παντοκρατόρων
      δοτική τῷ παντοκράτορ τοῖς παντοκράτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν παντοκράτορ τοὺς παντοκράτορᾰς
     κλητική ! παντοκράτορ παντοκράτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παντοκράτορε
γεν-δοτ τοῖν  παντοκρατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παντοκράτωρ < παντο- + -κράτωρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παντοκράτωρ, -oρος αρσενικό (θηλυκό παντοκράτειρα)

Συγγενικά

επεξεργασία