Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντοκράτορας οι παντοκράτορες
      γενική του παντοκράτορα των παντοκρατόρων
    αιτιατική τον παντοκράτορα τους παντοκράτορες
     κλητική παντοκράτορα παντοκράτορες
Δείτε επίσης, «παντοκράτωρ»
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παντοκράτορας < παντοκράτωρ < πάντα + κραταιός < αρχαία ελληνική κάρτος και κράτος (ο σφοδρός ή πολύ ισχυρός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παντοκράτορας αρσενικό

  1. εκείνος που ελέγχει τα πάντα, ο παντοδύναμος, ο πανίσχυρος
    ο Καίσαρας ήταν παντοκράτορας στο απόγειο της δόξας του
  2. (αγιογραφία, χριστιανισμός) (ειδικά στην ελληνορθόδοξη θρησκευτική ορολογία, με κεφαλαίο αρχικό) η παράσταση του Χριστού στον τρούλο της εκκλησίας
    στις δύσκολες στιγμές οι πιστοί προσεύχονται στον Παντοκράτορα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία