παντοκράτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παντοκράτορας | οι | παντοκράτορες |
γενική | του | παντοκράτορα | των | παντοκρατόρων |
αιτιατική | τον | παντοκράτορα | τους | παντοκράτορες |
κλητική | παντοκράτορα | παντοκράτορες | ||
Δείτε επίσης, «παντοκράτωρ» | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παντοκράτορας < παντοκράτωρ < πάντα + κραταιός < αρχαία ελληνική κάρτος και κράτος (ο σφοδρός ή πολύ ισχυρός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντοκράτορας αρσενικό
- εκείνος που ελέγχει τα πάντα, ο παντοδύναμος, ο πανίσχυρος
- ο Καίσαρας ήταν παντοκράτορας στο απόγειο της δόξας του
- (αγιογραφία, χριστιανισμός) (ειδικά στην ελληνορθόδοξη θρησκευτική ορολογία, με κεφαλαίο αρχικό) η παράσταση του Χριστού στον τρούλο της εκκλησίας
- στις δύσκολες στιγμές οι πιστοί προσεύχονται στον Παντοκράτορα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία η παράσταση του Χριστού στον τρούλο