Δείτε επίσης: τροῦλος, τροῦλλος, Τρούλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρούλος οι τρούλοι
      γενική του τρούλου των τρούλων
    αιτιατική τον τρούλο τους τρούλους
     κλητική τρούλε τρούλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
το εσωτερικό της Αγ. Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη με το μεγάλο τρούλο στην κορυφή

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρούλος < μεσαιωνική ελληνική τροῦλος[1] / τροῦλλος / τροῦλλον / τροῦλλα < λατινική trulla (κουτάλα, μικρό αγγείο) < trua +‎ -ella

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtɾu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρού‐λος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρούλος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τροῦλλον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)