επτάτρουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επτάτρουλος < μεσαιωνική ελληνική ἑπτάτρουλος[1] [2] < ἑπτά + τροῦλος < αρχαία ελληνική ἑπτά + λατινική trulla
Επίθετο
επεξεργασίαεπτάτρουλος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία επτάτρουλος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἑπτάτρουλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ επτάτρουλλος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].