↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επτάτρουλος η επτάτρουλη το επτάτρουλο
      γενική του επτάτρουλου της επτάτρουλης του επτάτρουλου
    αιτιατική τον επτάτρουλο την επτάτρουλη το επτάτρουλο
     κλητική επτάτρουλε επτάτρουλη επτάτρουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επτάτρουλοι οι επτάτρουλες τα επτάτρουλα
      γενική των επτάτρουλων των επτάτρουλων των επτάτρουλων
    αιτιατική τους επτάτρουλους τις επτάτρουλες τα επτάτρουλα
     κλητική επτάτρουλοι επτάτρουλες επτάτρουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επτάτρουλος < μεσαιωνική ελληνική ἑπτάτρουλος[1] [2] < ἑπτά + τροῦλος < αρχαία ελληνική ἑπτά + λατινική trulla

  Επίθετο

επεξεργασία

επτάτρουλος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἑπτάτρουλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. επτάτρουλλος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].