τροῦλος
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροῦλος: → δείτε το μεσαιωνικό τροῦλλος και το ελληνιστικό τροῦλλος (η γραφή με δύο λάμδα, παλιότερη)[1] < λατινική trullus
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροῦλος αρσενικό
- μορφή του τροῦλλος: ο τρούλος → δείτε το ουδέτερο τροῦλλον
- 12ος αιώνας ⌘ Μιχαὴλ Γλυκᾶς, Βίβλος χρονική, 506, 16-21
- Γίνωσκε δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἐν τῷ δευτέρῳ ἔτει τῆς βασιλείας τοῦ διαληφθέντος βασιλέως ᾿Ιουστίνου δὴ τοῦ Θρᾳκός, ἡμέρᾳ γ′ ὥρᾳ ε′, πίπτει ὁ τροῦλος τῆς τοῦ θεοῦ μεγάλης ἐκκλησίας, καὶ συνετρίβη ὁ ἀξιοθαύματος ἄμβων, ἡ πολύτιμος σωλαία καὶ τὸ πολυποίκιλον ἔδαφος.
- 12ος αιώνας ⌘ Μιχαὴλ Γλυκᾶς, Βίβλος χρονική, 506, 16-21
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τρούλος (ελληνιστικό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- τροῦλος σελ.7308 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)