τροῦλλος
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροῦλλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τροῦλλος < λατινική trullus → και δείτε τροῦλλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροῦλλος αρσενικό
- άλλη μορφή του τροῦλλον δείτε και τροῦλλα (τρούλος)
- ※ 6ος αιώνας ⌘ Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 490, 5
- Ἐκτίσθη δὲ ὁ αὐτὸς τροῦλλος ὑψωθεὶς ἐπὶ πόδας εἴκοσι.
- άλλες μορφές: τροῦλος
- ※ 6ος αιώνας ⌘ Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 490, 5
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τρούλος (ελληνιστικό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- τροῦλλον, τροῦλλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- τροῦλλος σελ.7308 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τροῦλλος | οἱ | τροῦλλοι | ||||
γενική | τοῦ | τρούλλου | τῶν | τρούλλων | ||||
δοτική | τῷ | τρούλλῳ | τοῖς | τρούλλοις | ||||
αιτιατική | τὸν | τροῦλλον | τοὺς | τρούλλους | ||||
κλητική ὦ! | τροῦλλε | τροῦλλοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρούλλω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τρούλλοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροῦλλος (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική turllus (τρούλος), trulla (μικρό δοχείο, τηγάνι· κουτάλα), τροῦλλα (κούπα) με μεταπλασμό σε αρσενικό κατά το θόλος[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροῦλλος, -ου αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) ο τρούλος, θολωτή στέγη
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαμεσαιωνικά ελληνικά:
Πηγές
επεξεργασία- τροῦλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- τροῦλλος σελ.7308 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- ↑ τρούλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας