Ετυμολογία

επεξεργασία
τροῦλλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τροῦλλος < λατινική trullus → και δείτε τροῦλλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροῦλλος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τρούλος (ελληνιστικό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τροῦλλος οἱ τροῦλλοι
      γενική τοῦ τρούλλου τῶν τρούλλων
      δοτική τῷ τρούλλ τοῖς τρούλλοις
    αιτιατική τὸν τροῦλλον τοὺς τρούλλους
     κλητική ! τροῦλλε τροῦλλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρούλλω
γεν-δοτ τοῖν  τρούλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροῦλλος (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική turllus (τρούλος), trulla (μικρό δοχείο, τηγάνι· κουτάλα), τροῦλλα (κούπα) με μεταπλασμό σε αρσενικό κατά το θόλος[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροῦλλος, -ου αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

μεσαιωνικά ελληνικά: