Δείτε επίσης: Κουτρούλης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτρούλης < *κουτροτρούλης με απλολογία: *κου(τρο)τρούλης < κούτρ(α) + -ο- + τροῦλ(λ)(ος) + -ης, κυριολεκτικά: που το κεφάλι του (η κούτρα του) είναι λείο σαν τρούλος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

κουτρούλης (στο αρσενικό γένος - για θηλυκό γένος, δείτε κουτρουλός)

Παράγωγα επεξεργασία

Απόγονοι επεξεργασία

κουτρούλης (μεσαιωνικά ελληνικά)

νέα ελληνικά: Κουτρούλης στη νεοελληνική φράση του Κουτρούλη ο γάμος

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία