κουτρούλης
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
κουτρούλης (στο αρσενικό γένος - για θηλυκό γένος, δείτε κουτρουλός)
- (και ως παρατσούκλι) κουρεμένος, φαλακρός
- άλλες μορφές: κούτρουλος, κουτρουλός
Παράγωγα
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίακουτρούλης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- ⇒ νέα ελληνικά: Κουτρούλης στη νεοελληνική φράση του Κουτρούλη ο γάμος
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Κουτρούλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- κουτρούλης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].