Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούτρα οι κούτρες
      γενική της κούτρας
    αιτιατική την κούτρα τις κούτρες
     κλητική κούτρα κούτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούτρα < μεσαιωνική ελληνική κούτρα[1] < λατινική scutra

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούτρα θηλυκό

  1. το κούτελο
  2. (μεταφορικά) το κεφάλι, το μυαλό

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. κούτρα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)