κουρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρεύω
Μετοχή
επεξεργασίακουρεμένος, -η, -ο
- που έχει κουρευτεί
- κουρεμένα πρόβατα
Εκφράσεις
επεξεργασία- πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος: γι' αυτόν που προσπάθησε να βγάλει κάποιο κέρδος ή άλλο όφελος, βγήκε όμως ζημιωμένος
- κουρεμένο γίδι: λέγεται για κάποιον που τον κούρεψαν άσχημα