κουτρουλεύω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτρουλεύω < κουτρουλ(ης) + -εύω
Ρήμα επεξεργασία
κουτρουλεύω
- κάνω μία γυναίκα να κουρευτεί επειδή έγινε χήρα
- ※ 16ος αιώνας, ⌘ Ιωάννης Πικατόρος Ρίμα θρηνητική Εἰς τὸν πικρὸν καὶ ἀκόρεστον Ἅδην, στίχος 319 (στίχοι 318-319)
- καὶ τὲς μανάδες θλίβω τες, τὲς ὕπανδρες χηρεύω,
βάνω τους μαῦρες φορεσιὲς κι ὅλες τὲς κουτρουλεύω.- Κριαράς Εμμανουήλ, Η «Ρίμα θρηνητική» του Ιωάννου Πικατόρου, Ακαδημία Αθηνών, Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου 2 (1940), σελ. 20-69
- καὶ ταῖς μανάδες θλίβει ταῖς, ταῖς ὕπανδραις χηρεύει,
βάνει τους μαύραις φορεσιαῖς κι ὅλαις ταις κουτρουλεύει.- Carmina Graeca medii aevi. Λειψία, Γερμανία: B. G. Teubner, εκδότης: Wilhelm Wagner, 1874, σελ. 233-234 @books.google.gr
- καὶ τὲς μανάδες θλίβω τες, τὲς ὕπανδρες χηρεύω,
- ※ 16ος αιώνας, ⌘ Ιωάννης Πικατόρος Ρίμα θρηνητική Εἰς τὸν πικρὸν καὶ ἀκόρεστον Ἅδην, στίχος 319 (στίχοι 318-319)
Ρηματικοί τύποι επεξεργασία
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κουτρουλεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ. 350, Τόμος Η΄, σελ. 351, Τόμος Η΄ --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.