κουτρουλευτός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτρουλευτός < κουτρουλευ(ω) + -τός
Επίθετο επεξεργασία
κουτρουλευτός
- (κρητική λογοτεχνία) κουρεμένος
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Δ, στίχ. 476 (στίχοι 475-476)
- Κ' η κεφαλή, που σ' ομορφιάν ποθές δεν είχε ταίρι,
κουτρουλευτήν την ήφηκεν το αλύπητο μαχαίρι.
- Κ' η κεφαλή, που σ' ομορφιάν ποθές δεν είχε ταίρι,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Δ, στίχ. 476 (στίχοι 475-476)
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- κουτρουλευτήν (αιτιατική ενικού)
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κουτρουλεύω
Πηγές επεξεργασία
- κουτρουλευτός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ. 350, Τόμος Η΄ --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.