φαλακρός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαλακρός | η | φαλακρή | το | φαλακρό |
γενική | του | φαλακρού | της | φαλακρής | του | φαλακρού |
αιτιατική | τον | φαλακρό | τη | φαλακρή | το | φαλακρό |
κλητική | φαλακρέ | φαλακρή | φαλακρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαλακροί | οι | φαλακρές | τα | φαλακρά |
γενική | των | φαλακρών | των | φαλακρών | των | φαλακρών |
αιτιατική | τους | φαλακρούς | τις | φαλακρές | τα | φαλακρά |
κλητική | φαλακροί | φαλακρές | φαλακρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φαλακρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φαλακρός < επίθετο φαλός + ἄκρος (φαλός: λάμπων, λευκός κατά τον Ησύχιο) < φάω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φαλακρός, -ή, -ό
- που δεν έχει μαλλιά στο τριχωτό της κεφαλής, που έχει φαλάκρα
- (για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος
- το φαλακρό βουνό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- καραφλός (με αντιμετάθεση)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φαλακρός
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «φαλακρός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Επεξεργασία
- φαλάκρωμα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «φαλακρός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «φαλακρός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.