Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαλακρός η φαλακρή το φαλακρό
      γενική του φαλακρού της φαλακρής του φαλακρού
    αιτιατική τον φαλακρό τη φαλακρή το φαλακρό
     κλητική φαλακρέ φαλακρή φαλακρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαλακροί οι φαλακρές τα φαλακρά
      γενική των φαλακρών των φαλακρών των φαλακρών
    αιτιατική τους φαλακρούς τις φαλακρές τα φαλακρά
     κλητική φαλακροί φαλακρές φαλακρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλακρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φαλακρός
 
Φαλακρό κεφάλι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fa.laˈkros/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐λα‐κρός

  Επίθετο επεξεργασία

φαλακρός, -ή, -ό

  1. που δεν έχει μαλλιά στο τριχωτό της κεφαλής, που έχει φαλάκρα
  2. (για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος
    το φαλακρό βουνό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
φᾰλακρο-
ονομαστική φαλακρός φαλακρᾱ́ τὸ φαλακρόν
      γενική τοῦ φαλακροῦ τῆς φαλακρᾶς τοῦ φαλακροῦ
      δοτική τῷ φαλακρ τῇ φαλακρ τῷ φαλακρ
    αιτιατική τὸν φαλακρόν τὴν φαλακρᾱ́ν τὸ φαλακρόν
     κλητική ! φαλακρέ φαλακρᾱ́ φαλακρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φαλακροί αἱ φαλακραί τὰ φαλακρᾰ́
      γενική τῶν φαλακρῶν τῶν φαλακρῶν τῶν φαλακρῶν
      δοτική τοῖς φαλακροῖς ταῖς φαλακραῖς τοῖς φαλακροῖς
    αιτιατική τοὺς φαλακρούς τὰς φαλακρᾱ́ς τὰ φαλακρᾰ́
     κλητική ! φαλακροί φαλακραί φαλακρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φαλακρώ τὼ φαλακρᾱ́ τὼ φαλακρώ
      γεν-δοτ τοῖν φαλακροῖν τοῖν φαλακραῖν τοῖν φαλακροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλακρός < επίθετο φαλός + ἄκρος
Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Φ
<φαλαρός> φαλιός, φαλακρός, λευκομέτωπος, λευκός, καὶ φαλέον

  Επίθετο επεξεργασία

φαλακρός, -α, -ον, συγκριτικός:φαλακρότερος/φαλακρώτερος

  1. φαλακρός
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 23.2
    διεξελθόντι δὲ καὶ τῆς τρηχέης χῶρον πολλὸν οἰκέουσι ὑπώρεαν ὀρέων ὑψηλῶν ἄνθρωποι λεγόμενοι εἶναι πάντες φαλακροὶ ἐκ γενετῆς γινόμενοι, καὶ ἔρσενες καὶ θήλεαι ὁμοίως,
    Κι αφού διανύσεις μεγάλη έκταση της τραχιάς γης, συναντάς ανθρώπους που ζουν στους πρόποδες ψηλών βουνών, που καταπώς λέγεται, είναι όλοι τους φαλακροί εκ γενετής, τόσο οι άντρες όσο κι οι γυναίκες,
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 540
    οὐδ᾽ ἔσκωψε τοὺς φαλακρούς, οὐδὲ κόρδαχ᾽ εἵλκυσεν,
    δεν κορόιδεψε αυτή φαλακρούς, ούτε κόρδακα έσυρε,
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 771 (771-774)
    «φέρε τῷ φαλακρῷ, δὸς τῷ φαλακρῷ | τῶν τρωγαλίων, καὶ μἀφαίρει | γενναιοτάτου τῶν ποιητῶν | ἀνδρὸς τὸ μέτωπον ἔχοντος».
    «Πάρε αυτό, φαλακρέ· να κι αυτό, φαλακρέ· | α, δεν πρέπει να λείψει καμιά λιχουδιά | απ᾽ αυτόν που η φαλάκρα του φέγγει, απ᾽ αυτόν | που του πρώτου μας έχει ποιητή την κουτέλα.»
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. ένα είδος σοφίσματος που εφευρέθηκε από τον Ευκλείδη από τα Μέγαρα
  3. (συνεκδοχικά) λείος, στιλπνός, γυμνός

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία