φάλανθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φάλανθος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαφάλανθος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) φαλακρός πάνω από το μέτωπο
- (ελληνιστική κοινή) (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) φάλανθον: το φαλακρὸ μέρος της κεφαλής
- (ελληνιστική κοινή) (το θηλυκό ως κύριο όνομα) Φάλανθος: πόλη της Αρκαδίας
- (ελληνιστική κοινή) (το αρσενικό ως κύριο όνομα) Φάλανθος: Αρκάδας οικιστής της πόλης της Φαλάνθου, Λακεδαιμόνιος οικιστής του Τάραντα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | φάλανθος | τὸ | φάλανθον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | φαλάνθου | τοῦ | φαλάνθου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | φαλάνθῳ | τῷ | φαλάνθῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | φάλανθον | τὸ | φάλανθον | ||
κλητική ὦ! | φάλανθε | φάλανθον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | φάλανθοι | τὰ | φάλανθᾰ | ||
γενική | τῶν | φαλάνθων | τῶν | φαλάνθων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | φαλάνθοις | τοῖς | φαλάνθοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | φαλάνθους | τὰ | φάλανθᾰ | ||
κλητική ὦ! | φάλανθοι | φάλανθᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαλάνθω | τὼ | φαλάνθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φαλάνθοιν | τοῖν | φαλάνθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
επεξεργασία- φάλανθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φάλανθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.