Δείτε επίσης: Φάλανθος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάλανθος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

φάλανθος, -ος, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή) φαλακρός πάνω από το μέτωπο
     συνώνυμα: φαλακρός
  2. (ελληνιστική κοινή) (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) φάλανθον: το φαλακρὸ μέρος της κεφαλής
  3. (ελληνιστική κοινή) (το θηλυκό ως κύριο όνομα) Φάλανθος: πόλη της Αρκαδίας
  4. (ελληνιστική κοινή) (το αρσενικό ως κύριο όνομα) Φάλανθος: Αρκάδας οικιστής της πόλης της Φαλάνθου, Λακεδαιμόνιος οικιστής του Τάραντα

Συγγενικά

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φάλανθος τὸ φάλανθον
      γενική τοῦ/τῆς φαλάνθου τοῦ φαλάνθου
      δοτική τῷ/τῇ φαλάνθ τῷ φαλάνθ
    αιτιατική τὸν/τὴν φάλανθον τὸ φάλανθον
     κλητική ! φάλανθε φάλανθον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φάλανθοι τὰ φάλανθ
      γενική τῶν φαλάνθων τῶν φαλάνθων
      δοτική τοῖς/ταῖς φαλάνθοις τοῖς φαλάνθοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φαλάνθους τὰ φάλανθ
     κλητική ! φάλανθοι φάλανθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φαλάνθω τὼ φαλάνθω
      γεν-δοτ τοῖν φαλάνθοιν τοῖν φαλάνθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές