οικιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οικιστής | οι | οικιστές |
γενική | του | οικιστή | των | οικιστών |
αιτιατική | τον | οικιστή | τους | οικιστές |
κλητική | οικιστή | οικιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οικιστής < αρχαία ελληνική οἰκιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοικιστής αρσενικό, οικίστρια θηλυκό
- (αρχαία ιστορία) ο ιδρυτής μιας αποικίας, ο αρχηγός των αποίκων
- το αρχαίο Βυζάντιο πήρε το όνομά του από τον οικιστή του, τον Βύζαντα από τα Μέγαρα
- (σύγχρονη εποχή) που συμμετέχει στη δημιουργία νέου οικισμού (περιοχής με δόμηση κυρίως για κατοικία)