↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λακεδαιμόνιος οι Λακεδαιμόνιοι
      γενική του Λακεδαιμονίου
Λακεδαιμόνιου
των Λακεδαιμονίων
    αιτιατική τον Λακεδαιμόνιο τους Λακεδαιμονίους
Λακεδαιμόνιους
     κλητική Λακεδαιμόνιε Λακεδαιμόνιοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λακεδαιμόνιος < αρχαία ελληνική Λακεδαιμόνιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Λακεδαιμόνιος αρσενικό

  1. ο (αρχαίος) Σπαρτιάτης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λακεδαιμόνιος < Λακεδαίμων + -ιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Λακεδαιμόνιος

  1. που κατάγεται από την Λακεδαίμονα
  2. ο Σπαρτιάτης
    • ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.
  3. ο σχετικός με τη Λακεδαίμονα χώρα
    • Λακεδαιμόνιοι ἀστέρες

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Χρησιμοποιείτο -όχι απόλυτα, αλλά συχνότερα- για τα μεν άτομα η λέξη Λακεδαιμόνιος για τα δε αντικείμενα και άψυχα η λέξη λακωνικός