Δείτε επίσης: σπαρτιάτης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπαρτιάτης οι Σπαρτιάτες
      γενική του Σπαρτιάτη των Σπαρτιατών
    αιτιατική τον Σπαρτιάτη τους Σπαρτιάτες
     κλητική Σπαρτιάτη Σπαρτιάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σπαρτιάτης αρσενικό (θηλυκό Σπαρτιάτισσα)

  1. (πατριδωνυμικό) ο δημότης ή κάτοικος της Σπάρτης ή αυτός που κατάγεται από την πόλη αυτή
  2. εκείνος που είναι λιτός σε διάφορες συνήθειές του ή σκληραγωγημένος
    Ο Κώστας αντέχει. Είναι Σπαρτιάτης
    Σκληρή μάνα. Ούτε Σπαρτιάτισσα να ήτανε!

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία