Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαδαροκέφαλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαδαροκέφαλ
ος
η
μαδαροκέφαλ
η
το
μαδαροκέφαλ
ο
γενική
του
μαδαροκέφαλ
ου
της
μαδαροκέφαλ
ης
του
μαδαροκέφαλ
ου
αιτιατική
τον
μαδαροκέφαλ
ο
τη
μαδαροκέφαλ
η
το
μαδαροκέφαλ
ο
κλητική
μαδαροκέφαλ
ε
μαδαροκέφαλ
η
μαδαροκέφαλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαδαροκέφαλ
οι
οι
μαδαροκέφαλ
ες
τα
μαδαροκέφαλ
α
γενική
των
μαδαροκέφαλ
ων
των
μαδαροκέφαλ
ων
των
μαδαροκέφαλ
ων
αιτιατική
τους
μαδαροκέφαλ
ους
τις
μαδαροκέφαλ
ες
τα
μαδαροκέφαλ
α
κλητική
μαδαροκέφαλ
οι
μαδαροκέφαλ
ες
μαδαροκέφαλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαδαροκέφαλος
<
μαδαρός
+
κεφάλι
Επίθετο
επεξεργασία
μαδαροκέφαλος, -η, -ο
αυτός που δεν έχει μαλλιά στο τριχωτό της κεφαλής, αυτός που έχει
φαλάκρα
Συνώνυμα
επεξεργασία
καραφλός
μαδαρός
φαλακρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαδαροκέφαλος
αγγλικά
:
bald
(en)
γαλλικά
:
chauve
(fr)
γερμανικά
:
kahl
(de)
ιταλικά
:
calvo
(it)
καταλανικά
:
calb
(ca)
ολλανδικά
:
kaal
(nl)
πορτογαλικά
:
calvo
(pt)
m
ρωσικά
:
лысый
(ru)
(
lýsyj
)
τουρκικά
:
kel
(tr)
φινλανδικά
:
kalju
(fi)