↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαδαροκέφαλος η μαδαροκέφαλη το μαδαροκέφαλο
      γενική του μαδαροκέφαλου της μαδαροκέφαλης του μαδαροκέφαλου
    αιτιατική τον μαδαροκέφαλο τη μαδαροκέφαλη το μαδαροκέφαλο
     κλητική μαδαροκέφαλε μαδαροκέφαλη μαδαροκέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαδαροκέφαλοι οι μαδαροκέφαλες τα μαδαροκέφαλα
      γενική των μαδαροκέφαλων των μαδαροκέφαλων των μαδαροκέφαλων
    αιτιατική τους μαδαροκέφαλους τις μαδαροκέφαλες τα μαδαροκέφαλα
     κλητική μαδαροκέφαλοι μαδαροκέφαλες μαδαροκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαδαροκέφαλος < μαδαρός + κεφάλι

  Επίθετο

επεξεργασία

μαδαροκέφαλος, -η, -ο

  • αυτός που δεν έχει μαλλιά στο τριχωτό της κεφαλής, αυτός που έχει φαλάκρα


Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία