↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαδαρός η μαδαρή το μαδαρό
      γενική του μαδαρού της μαδαρής του μαδαρού
    αιτιατική τον μαδαρό τη μαδαρή το μαδαρό
     κλητική μαδαρέ μαδαρή μαδαρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαδαροί οι μαδαρές τα μαδαρά
      γενική των μαδαρών των μαδαρών των μαδαρών
    αιτιατική τους μαδαρούς τις μαδαρές τα μαδαρά
     κλητική μαδαροί μαδαρές μαδαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαδαρός < αρχαία ελληνική μαδαρός

  Επίθετο

επεξεργασία

μαδαρός

  1. που έχει ερημωθεί, αποψιλωθεί, γυμνωθεί
    μαδαρές εκτάσεις
  2. που είναι άτριχος ή φαλακρός

Συγγενικά

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαδαρός < μαδάω-μαδῶ < μαδός,ή,όν (ίσως υγρός και χαλαρός κατά τον Ησύχιο)

  Επίθετο

επεξεργασία

μαδαρός,ά,όν

  1. υγρός
    ἕλκεα μαδαρά (πληγές με πύο)
  2. πλαδαρός
  3. αραιός
  4. μαλακός
  5. φαλακρός
    μαδαρά κεφαλήν

Συγγενικά

επεξεργασία