Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαδάρα οι μαδάρες
      γενική της μαδάρας
    αιτιατική τη μαδάρα τις μαδάρες
     κλητική μαδάρα μαδάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαδάρα < αρχαία ελληνική μαδαρός (γυμνός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαδάρα θηλυκό

  1. αποψιλωμένη έκταση, γυμνή, άδενδρη, ακατάλληλη για γεωργική εκμετάλλευση
  2. Τα θερινά βοσκοτόπια των κρητικών βουνών (ιδιαίτερα των Λευκών Ορέων) που βρίσκονται σε υψόμετρο από 1.400 έως 2.000 μέτρα.
    μαδάρα δέκα οκάδων (εκείνος που νοίκιαζε τη μαδάρα για βοσκοτόπι έπρεπε να δίνει για ενοίκιο 10 οκάδες τυρί το χρόνο)
  3. η ερήμωση, η καταστροφή
    Τα κάνανε μαδάρα (παρωχημένο ως μαδάρα, επιβιώνει ως μαντάρα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία